ἄκοιτις

ἄκοιτις
ἄκοιτις
bedfellow
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀκοίτις — ἀκοίτῑς , ἄκοιτις bedfellow fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοίτης — ἄκοιτις bedfellow fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀκοίτης bedfellow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκοιτι — ἄκοιτις bedfellow fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκοιτιν — ἄκοιτις bedfellow fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Aspasie de Milet — Aspasie Pour les articles homonymes, voir Aspasie (homonymie). Aspasie, copie d un original hellénistique, musée Pio Clementino …   Wikipédia en Français

  • APATURIA — I. APATURIA Minerva ab Aethra sic dicta, quae per quietem ab ea monita, ut Sphaero sacrificaret, cum in insulam traiecisser, a Neptuno compressa, Palladis templum ibi erexit. Praetereaque constiturit, ut Troezemorum virgines zonas ante nuptias… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακοίτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ναύκληρος του τυρρηνικού πλοίου, που οι ναύτες του επιχείρησαν να απαγάγουν τον Διόνυσο, ενώ ταξίδευε προς τη Νάξο. Ο Α. αντιτάχθηκε στην πράξη αυτή και ο Διόνυσος τον πήρε κατόπιν στην ακολουθία του. Ο Πενθέας,… …   Dictionary of Greek

  • μάτην — (ΑM μάτην, Α δωρ. τ. μάταν) επίρρ. 1. μάταια, άσκοπα, ανώφελα, χωρίς αποτέλεσμα (α. «ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν», Πίνδ. β. «τὰ μηδὲν ὠφελοῡντα μὴ πόνει μάτην», Αισχύλ.) 2. φρ. «εις μάτην» ή «επί μάτην» μάταια, άδικα, ανώφελα, τού κάκου αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • παμβασίλεια — παμβασίλεια, ἡ (Α) [παμβασιλεύς] η βασίλισσα τών πάντων, πανίσχυρη βασίλισσα («παμβασίλεια Διὸς ἄκοιτις», Απολλ. Ρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”